- μπέδουκλο
- τό1) путы (лошади); 2) перен. помеха, преграда, препятствие;
§ κάθε μπέδουκλο γιά καλό — погов, нет худа без добра
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ κάθε μπέδουκλο γιά καλό — погов, нет худа без добра
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μπέδουκλο — το το πεδούκλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. pediculus (πρβλ. πέδικλο, πεδούκλι)] … Dictionary of Greek